Ξεκίνησε από το Λεωνίδιο με το γαϊδούρι του και παρέα με την ανήλικη ανιψιά του, καβάλα και οι δυο στο υπομονετικό υποζύγιο και με πρόσθετο φορτίο το βιολί του μέσα στο ταγάρι και το σχετικό δώρο του γάμου σε άλλο ταγάρι, κρεμασμένα στο σαμάρι, δεξιά και αριστερά. για να υπάρχει ισορροπία στο φορτίο.
΄Έκαναν τη διαδρομή τους μέσα από τη χαράδρα προς την Μονή της Παναγίας της ΄Ελωνας που τότε ήταν γιομάτη πλατάνια και γύρω πρασίνιζε ο τόπος, μιας και από την πρώτη διάνοιξη ήταν μικρή η καταστροφή της χλωρίδας. Η μεγάλη καταστροφή έγινε αργότερα, κατά την διαπλάτυνση, όταν η υπερβολική χρήση δυναμίτιδας εκσφενδόνιζε πλήθος βράχων, που θέριζε δεξιά και αριστερά τα πάντα.
Αρκετά χρόνια αργότερα άρχισαν πάλι να αναπτύσσονται τα πλατάνια και γενικά το πράσινο εκατέρωθεν του δρόμου.
Στο Πλατανάκι έφτασαν μετά από 7/ωρη διαδρομή, και μαζί με την γυναίκα του που ήταν εκεί και έραβε στο χωριό, κατά καιρούς, μιας και εκείνη την εποχή, τα προς το ζην έβγαιναν δύσκολα και όλοι συνεισέφεραν στο οικογενειακό εισόδημα, πήγαν στο γάμο. Μετά ακολούθησε το σχετικό γλέντι, με τον κουμπάρο-λαϊκό-οργανοπαίκτη- να δίνει τον καλύτερο εαυτό του, για το νιόπαντρο ζευγάρι.
Ξημερώματα την άλλη μέρα σταμάτησε το γαμήλιο γλέντι και όλοι αποκαμωμένοι από το χορό και το ξενύχτι, πριν πάνε για ύπνο, ξαναευχήθηκαν στο ζευγάρι «-Βίο ανθόσπαρτο και –Καλούς απογόνους » (το δεύτερο, εκείνη την εποχή το θεωρούσαν σπουδαιότερο από το πρώτο και το έλεγαν και με σχετική έμφαση…………).
Αργά το απόγευμα, ξύπνησε ο κουμπάρος και μιας και οι δουλειές στο Λεωνίδιο το περιμένανε την επομένη, ξεκίνησε με το γαϊδούρι του, βάζοντας πισωκάπουλα την μικρή ανιψιά του, την οποία και έδεσε με ένα σκοινάκι, γιατί σίγουρα θα αποκοιμιόταν στο ταξίδι, αφού πλησίαζε η νύκτα και ήταν πολύ κουρασμένη, αφού χορευταρού από γεννησιμιού της, από το γαμήλιο χορό δε βγήκε καθόλου (ένας λόγος που ακολουθούσε το θείο της ήταν και ο χορός που της άρεσε υπερβολικά).
Το ταξίδι άρχισε να γίνεται δύσκολο, αφού γύρω απλώθηκε η νύκτα και κάθε κλαδί και σκιά ήταν άνθρωπος που παραμόνευε για κακό (γιατί το μυαλό συνήθως πάει στο κακό και σπάνια στο καλό) σε τέτοιες καταστάσεις.
Εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν δύσκολα από κάθε άποψη κοινωνική-πολιτική
….. και ο φόβος στην ερημιά και μάλιστα νύκτα, ήταν μεγάλος, όπως και σήμερα. ΄Ομως σήμερα, οι περισσότεροι λόγοι, είναι διαφορετικοί……….όπως και οι κάθε λογής άνθρωποι που μπορείς να συναντήσεις…….
Η ώρα ήταν γύρω στα μεσάνυκτα, που όλα τα κακά τότε συμβαίνουν και όπως πιστεύει ο λαός, βγαίνουν τα φαντάσματα, τα ξωτικά, οι βρικόλακες κ.λ.π., στο
μυαλό του στριφογυρίζουν ακούσματα, σε αυτό το σημείο έγινε αυτό, στο άλλο κάτι είχαν δει, πιο κάτω ακουγόταν κάποιο κλάμα, στο βράχο στην επόμενη στροφή είχε σκοτωθεί ο Β.
Προχώρησε στην ερημιά ακούγοντας την καρδιά του να κτυπά τόσο δυνατά που
σκέπαζε τον ήχο από τις οπλές του γαϊδουριού και τα πόδια του να σφίγγουν την
κοιλιά του ζώου, λες και ήταν τανάλια.
Ξαφνικά βλέπει πάνω στο βράχο που είχε σκοτωθεί ο Β. μια μορφή,
άνθρωπος; όχι,
μάλλον το φάντασμα του σκοτωμένου Β.
Τι να κάνει;
στο σώμα του η τρίχα κάγκελο απ΄ την ανατριχίλα, (στο κεφάλι ήταν καραφλός και φόραγε τραγιάσκα και δεν παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο),
να γυρίσει πίσω;
το Πλατανάκι ήταν 6 ώρες μακριά,
το Λεωνίδιο 1 ώρα μπροστά…….
Η ανιψιά στα καπούλια είχε αποκοιμηθεί από ώρα, έχοντας άγνοια κινδύνου, όμως είχε και την ευθύνη της, κάτι έπρεπε να κάνει.Αποφάσισε να προχωρήσει πάση θυσία.
Στην απελπισία του, τραβάει το βιολί απ΄ το ταγάρι πιάνει το δοξάρι και άρχισε να παίζει με τέτοιο φόβο αλλά και τέτοιο πάθος, λες και έδινε εξετάσεις στο Μέγαρο Μουσικής σε αίθουσα κατάμεστη από ακροατές…..
Τα πόδια του, σαν έμβολα ατμομηχανής, άρχισαν να κτυπούν την κοιλιά του υποζυγίου, για να προχωρήσει γρήγορα και τα μάτια καρφωμένα στην ακίνητη σιλουέτα πάνω στο βράχο….
Μέχρι να φτάσουν κάτω από το βράχο, να τον προσπεράσουν και να απομακρυνθούν, το μουσικό ρεπερτόριο, ποικίλλο: από καλαματιανό, σε τσακώνικο και από εκεί σε τσάμικο χορό της λεβεντιάς, για να πάρει λίγο θάρρος, μέχρι και «ανέβηκα στην πιπεριά» έπαιξε γεμίζοντας τις ρεματιές μουσικές νότες από σαμάρι όνου καθιστός, αφοσιωμένος τόσο στη νυκτερινή του συναυλία, μην απαντώντας ούτε στη φιλόμουση ανιψιά του που αγουροξυπνημένη από τον ύπνο, δεμένη στα καπούλια του ζώου, τον ρώταγε γιατί έπαιζε μες την νύκτα και την ερημιά βιολί……
Με την ψυχή στο στόμα και την συνοδεία ταμπούρλου (κτύποι της καρδιάς), έφτασαν στο Λεωνίδιο, κλείστηκαν στο σπίτι, ξάπλωσαν στα κρεβάτια τους και κουκουλώθηκαν στα στρώματα, μην πιστεύοντας ότι είναι ακόμα ζωντανοί και τους άφησε να περάσουν, το φάντασμα ή ο βρικόλακας ή το ξωτικό ή ό,τι άλλο κακό ήταν αυτό.
Την επομένη το απόγευμα την ώρα που έπινε καφέ στο καφενείο, τον πλησίασε ο Π. γνωστός του τσοπάνος ο οποίος το προηγούμενο βράδυ είχε βγάλει νυκτερινή βοσκή το κοπάδι του και στεκόταν ακίνητος στο βράχο, κοιτώντας σαδιστικά την όλη σκηνή που περιγράψαμε πιο πάνω και του λέει:
«να είσαι καλά ρε Κ. είχες κέφια χθες το βράδυ και ευχαριστήθηκα μουσική………»
Άναυδος ο παθών για το ¨χουνέρι¨ που έπαθε, ακόμα το φυσάει και δεν κρυώνει…….
(Ας μην γελάμε τόσο πολύ, πόσες φορές δεν βρεθήκαμε και εμείς στην ερημιά και από φόβο, αρχίσαμε το τραγούδι………)
(΄Άλλη μια παλιά αληθινή ιστορία)
Α.Κ.