Ο δεινός κυνηγός, βρήκε επιτέλους στο κυνήγι του λαγό, κουτσό, μονόφθαλμο και κοκαλιάρη, τον κτύπησε, αλλά λειψός, για το σπίτι δεν ήταν να τον πάει να φάει η οικογένεια.
Αποφασίζει στο εξοχικό του στην Βασκίνα να μαγειρέψει το λαγό, με μισό τσουβάλι κρεμμύδια και να καλέσει και λίγους φίλους να τον φάνε.
Την ημέρα του φαγητού, μαζεύτηκαν το σούρουπο στο εξοχικό οι φίλοι, γύρω από τη στόφα, που πάνω της μαγειρευόταν το άτυχο λαγουδάκι χαμένο στο πλήθος των κρεμμυδιών και περίμεναν και το Μ. με τα σχετικά συμπληρώματα και σαλατικά.
Ο Μ., λίγο πριν ξεκινήσει, συναντά στον κεντρικό δρόμο τη Θ. συγγενή του και του λέει:
-Ανεβαίνω στη Βασκίνα (ορεινός οικισμός) να ζυμώσω, για να φτιάξω παξιμάδια.
Μ.: -Θα ανέβω και εγώ.
Φεύγει η Θ. και μετά από λίγο ξεκινάει ο Μ., την προλαβαίνει στην αρχή της διαδρομής και κολλάει πίσω της, για να την προσπεράσει (προσφιλή ελληνική συνήθεια, ακόμα και των νταλικέρηδων, να κολλάνε πίσω από το προπορευόμενο αυτοκίνητο, για να προσπεράσουν, γι΄ αυτό έχουμε τόσο μεγάλο ποσοστό από καραμπόλες, χωρίς πολλά χιόνια και ομίχλες, όπως στο εξωτερικό).
Η σκέψη του ανθρώπου, συνήθως πάει στο κακό, έτσι έγινε και με τη Θ., η οποία στη νύχτα και στην ερημιά που βρισκόταν, το μυαλό της και πού δεν πήγε….!!!
Τι να είναι πίσω της? αλλοδαποί, κλέφτες, απαγωγείς, βιαστές, δολοφόνοι, πατάει γκάζι και οδηγάει πανικόβλητη, σανίδα το γκάζι, με δευτέρα ταχύτητα πιάνει τα 140 χλμ. στις ευθείες.
Μπροστά η Θ., πίσω ο Μ. στο γκραν-πρι της Βασκίνας, καλά που δεν ήταν βρεγμένος ο δρόμος, γιατί σίγουρα θα γινόταν ατύχημα, όπως έτρεχαν, ειδικά η όχι και τόσο έμπειρη Θ.
Φθάνοντας στη Βασκίνα, στη διασταύρωση, η Θ. δεν πάει στο σπίτι της, κατευθύνεται με τη ψυχή στη Κούλουρη, στο σπίτι του μπατζανάκη της.
Ο Μ. παίρνει για λίγο τον άλλο δρόμο, αλλά κάνει το συλλογισμό ότι το αυτοκίνητο που ακολουθούσε, είναι σε συγγενή του Η. που κάνει το τραπέζι και εκεί θα πηγαίνει (μια και δεν ήξερε καλά το σπίτι του Η., υπέθεσε ότι το σπίτι του είναι εκεί που κατευθύνθηκε το άλλο αυτοκίνητο), κάνει μεταβολή και τρέχει να προλάβει το αυτοκίνητο της Θ.
Εν τω μεταξύ η κατατρομοκρατημένη Θ. φθάνει στο σπίτι του μπατζανάκη της , βρεγμένη από το ιδρώτα της και όχι μόνο….., σταματάει ανοίγει γρήγορα την εξώπορτα (γιατί δεν την ακολουθούσε ο Μ., αν την ακολουθούσε, σίγουρα θα πέρναγε διαμπερές, τη κλειστή πόρτα).
Βλέποντας τα φώτα του αυτοκινήτου του Μ., να ξαναπλησιάζουν, μπαίνει γρήγορα πάλι στο αυτοκίνητο, περνάει την εξώπορτα, προχωράει μέχρι την πόρτα του σπιτιού, πετάγεται έξω, παρατάει το αυτοκίνητο ορθάνοικτο, ουρλιάζει απεγνωσμένα, καθώς πλησίασε πάλι το αυτοκίνητο του Μ., τρέχει, σκοντάφτει, πέφτει, ξανασηκώνεται, ορμάει στην πόρτα, που έχει ανοίξει ο μπατζανάκης της, ακούγοντας τις φωνές και τα ουρλιαχτά και μπαίνει μέσα, κακήν-κακώς.
Ο μπατζανάκης της, βλέποντας έξω το άλλο αυτοκίνητο, μπαίνει μέσα αρπάζει το δίκαννο και βγαίνει κίτρινος από το φόβο του, στο κατώφλι του σπιτιού, όχι πιο έξω, για να ξαναμπεί γρήγορα πάλι μέσα, αλαφιασμένος, πυροβολεί 2 φορές στον αέρα για εκφοβισμό, κοιτώντας το αυτοκίνητο που έκανε στροφή, για να φύγει, γιατί κατάλαβε έστω και καθυστερημένα ο Μ. ότι δεν είναι το σπίτι του Η., μια και είχε ξαναπάει άλλη μια φορά.
Με τη μουσική στη διαπασών, ο Μ. δεν άκουσε τις τουφεκιές, γυρίζει στη διασταύρωση, παίρνει τηλέφωνο και τον οδηγούν στο σπίτι του Η., όπου άρχισαν το ¨τσιμπούσι¨ έχοντας παντελή άγνοια για τα ανωτέρω.
Κάποια στιγμή, τηλεφώνησε στο Γ. (που συμμετείχε στον Μυστικό Δείπνο), ο αδελφός του (ο μπατζανάκης της Θ.) και του επισήμανε να Προσέχει, γιατί η Βασκίνα έγινε Σικάγο, με καταδιώξεις, πυροβολισμούς κ.λ.π. γκανγκστερικά συμβάντα.
Ο Γ. χάνει το χρώμα του και κάθεται ξανά στο τραπέζι έχοντας καταπιεί τη γλώσσα του. Οι λοιποί με ξαναμμένα τα σαγόνια, και το βλέμμα στο φαΐ, δεν κατάλαβαν τίποτα.
΄Όταν κατευνάστηκε η λαιμαργία, τα κεφάλια έγειραν πίσω και οι γεμάτες κοιλιές ¨τουρλώθηκαν¨, ήρθε και η όρεξη για κουβέντα.
Κάποιος ρωτάει το Μ. πόση ώρα έκανε να έρθει, για να προλάβει την ορεινή συνεστίαση και πόσο γρήγορα οδηγούσε.
Ο Μ. λέει ότι υπάρχει και πιο γρήγορος οδηγός από αυτόν, γιατί μπροστά του πήγαινε κάποιος που οδηγούσε σαν ραλίστας (η άπειρη Θ.) και από την αρχή της διαδρομής είχε κολλήσει πίσω του και δεν μπορούσε να προσπεράσει, μάλιστα έκανε λάθος και τον ακολούθησε μέχρι το σπίτι του.
Ο Γ. που είχε δεχθεί το τηλεφώνημα για το συμβάν, κατάλαβε τι είχε συμβεί, πετάχτηκε επάνω, ξαναβρήκε το χρώμα του τη μιλιά του και με τις αμοιβαίες εξηγήσεις, οι συνδαιτυμόνες ακόμα γελάνε….!!!!
΄Όμως φαντάζεστε τι μπορούσε να συμβεί, τόσο στο ράλι των αυτοκινήτων, όσο και στο τέλος της διαδρομής, με τους πυροβολισμούς…….
Τα γεγονότα ευτυχώς εξελίχτηκαν, χωρίς σοβαρές επιπτώσεις για κανέναν και η Βασκίνα που από φαντασία και συγκυρία θα γινόταν παρ΄ ολίγον ΣΙΚΑΓΟ, παρέμεινε ΒΑΣΚΙΝΑ………..!!!!
(Η ανωτέρω ιστορία του ευθυμογραφήματος είναι 100% πραγματική)
Α.Κ.