Μάϊος μήνας ανοιξιάτικος με τα όλα του και τα ία του, αρχή των
εμποροπανηγύρεων, που πιο παλιά, πριν την εποχή των DATSUN,τον
πρώτο λόγο τον είχε το εμπόριο των ζώων.
Στο παζάρι του Αγίου Κων/νου καταφθάνανε τα καραβάνια καλπάζοντας με τις φωνές των τσαμπάσηδων & τα κουδούνια των αλογογαϊδορομούλαρων να προκαλούν σαματά, όλοι χαζεύανε το αξιοπερίεργο και τα παιδιά τρέχανε πίσω τους, μέσα στο σύννεφο της σκόνης, που άφηνε το ¨ποδοβολητό¨ των ζώων στους χωματόδρομους, αλαλάζοντας και αυτά .
Γέμιζε ο χείμαρρος με πρόχειρους καταυλισμούς τσαμπάσηδων και στην όχθη, στις παρακείμενες ελιές και τα πλατάνια στήνονταν οι παράγκες των ντόπιων καταστηματαρχών και των ξένων ¨πανηγυρτζήδων¨.
Κατά την διάρκειά του, πολλά ευτράπελα διαδραματιζόντουσαν, τόσο στις συναλλαγές των εμπόρων, όσο και από τα καιρικά φαινόμενα που, πότε ο αέρας αναποδογύριζε τις παράγκες, πότε η βροχή έμπαινε στις παράγκες και όλοι τρέχανε να σώσουν τη ¨πραμάτεια¨ τους.
Το σημαντικότερο ¨πάθημα¨ από τα καιρικά φαινόμενα το υπέστη ο ντόπιος ζαχαροπλάστης, ο οποίος ¨έστηνε¨ το μαγαζί του στη μέση της κοίτης του ποταμού, κάτω από τα γέρικα¨ πλατάνια, για να χαίρονται το ίσκιο των πλατύφυλλων δένδρων οι θαμώνες του.
Μετά την ξαφνική μαγιάτικη νεροποντή, η κοίτη του χειμάρρου γέμισε νερό, το οποίο με ορμή άρχισε να κατεβαίνει από τα βουνά προς τη θάλασσα, τον ειδοποιούν ότι έρχεται ποτάμι, αλλά αυτός καλοσυνάτος, με Πολίτικη καταγωγή, το εξέλαβε ως ¨πείραγμα¨. Σε λίγο βλέπει στην καμπή της κοίτης, να έρχεται ορμητικό το ποτάμι και ίσα-ίσα που πρόλαβε και έσωσε ¨εαυτόν¨, ο δε εξοπλισμός, άρχισε να πλέει προς την θάλασσα και τα γλυκά μέσα στα ψυγεία να έχουν πάρει ¨ρότα¨ για ¨πεσκέσι¨ στα ψάρια.
Την εποχή εκείνη, τα χωράφια και τα υποζύγια, ήταν όλο το βιός των ανθρώπων της υπαίθρου, οι παλιοί θα θυμούνται τους αγωγιάτες, που ζούσαν μεταφέροντας με τα ζώα τους, από το λιμάνι της Πλάκας στα χωριά, τους ταξιδιώτες και τις αποσκευές τους. Αλλά και οι οικογενειάρχες, χωρίς αυτά, δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα, οργώματα, αλωνίσματα, μεταφορές, μετακινήσεις και τόσα άλλα. ΄Οπου βρίσκονταν και σταμάταγαν να ξαποστάσουν, το πρώτο μέλημά τους ήταν να ποτίσουν το υποζύγιο και με τον ¨ντορβά¨ να του δώσουν το κριθάρι να το ¨στυλώσουν ¨ και μετά κάθονταν να φάνε και να πιούνε οι ίδιοι.
Κάποιος οικογενειάρχης, με πολλά παιδιά, έχασε από κάποια αρρώστια το μουλάρι του, και στην μεγάλη του απελπισία σταυροκοπήθηκε και με παράπονο έστρεψε τα μάτια στον ουρανό και είπε : Θεέ μου γιατί μου το πήρες, δεν μου έπαιρνες καλύτερα, ένα από τα παιδιά και να μου άφηνες το μουλάρι για να ζήσω τα υπόλοιπα παιδιά μου…….
Μάζευαν λοιπόν όλη τη χρονιά χρήματα και με το ¨κομπόδεμα¨ στο μαντήλι και χωμένο βαθιά στον κόρφο πήγαιναν στη θεόρατη λεύκα, όπου γίνονταν οι αγοροπωλησίες και εκεί κοίταζαν προσεκτικά τα ζώα, που πολλά από αυτά οι τσαμπάσηδες τα ίππευαν και έκαναν γρήγορες βόλτες μέσα στο ποτάμι, για να δείξουν ότι είναι ¨αραβανιάρικα¨ .
Εκεί λοιπόν γίνονταν της ¨κακομοίρας¨ με τις αγοροπωλησίες των ζώων ο ¨κλέψας του κλέψαντος¨, προσπαθώντας να την φέρει ο ένας στον άλλο.
Προσπαθούσαν να πουλήσουν ¨φύκια για μεταξωτές κορδέλες¨, όχι μόνο οι έμποροι στους ντόπιους της περιοχής, αλλά και οι ντόπιοι στους εμπόρους.
Ένας έμπορας πουλά σε κάποιον ντόπιο ένα γαϊδούρι, το οποίο ήταν αργό και οι δουλειές του αγοραστή γίνονταν σε ¨ρυθμό χελώνας¨. Τι να κάνει ο παθών, το ανέχτηκε ένα χρόνο και στο επόμενο παζάρι, το περιποιείται για να φαίνεται καλοζωισμένο, του περνάει το τρίχωμα με μουντζούρα από ένα τηγάνι, του έκανε ¨τσιμπιές¨ στα ¨καπούλια¨ και το ξαναπούλησε στον ίδιο τσαμπάση, αφού μόλις το χτυπούσε, το άμοιρο ζώο πόναγε και έτρεχε και προσωρινά φάνηκε κάπως γρήγορο και το ξαναγόρασε εν αγνοία του.
Κάποιος άλλος ντόπιος ο Η.Α. είχε ένα κοκαλιάρικο γαϊδούρι και το πούλησε 50 δραχμές (πού την θυμήθηκα τη δραχμούλα; την ξεχάσαμε και αγοράζουμε πράγματα με 1 ή 2 ευρώ και δε σκεφτόμαστε ότι πληρώνουμε 340 η 680 δρχ αντίστοιχα………¨καλά να πάθουμε¨), ο τσαμπάσης λοιπόν που το αγόρασε, το κράτησε μια χρονιά και στο επόμενο παζάρι βαμμένο, περιποιημένο, το ξαναπούλησε στον πρώην ιδιοκτήτη Η.Α. ο οποίος μην καταλαβαίνοντας ότι ήταν το δικό του, το βρήκε καλόβολο, υπάκουο και το αγόρασε σε 10/πλάσια τιμή (500 δρχ). Καθ΄ οδόν προς το στάβλο, σταμάτησε, για να μιλήσει με κάποιο συντοπίτη του και το γαϊδούρι, κατευθύνθηκε από μόνο του, στο γνώριμο του στάβλο, ο αγοραστής, θαύμασε το ζώο λέγοντας «τι πράμα είναι τούτο, τεφαρίκι, κατάλαβε και που θα είναι το παχνί του», όταν κατάλαβε τι είχε αγοράσει, το φύσαγε και δεν κρύωνε….
Αυτά τα ευτράπελα τότε, σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει εν μέρει, γιατί τότε πουλάγανε μουτζουρωμένα υποζύγια, τώρα πουλάνε φρεσκοβαμμένα DATSUN, όμως οι παζαριώτες που έρχονται, ¨φύκια για μεταξωτές κορδέλες θα πουλάνε πάντα¨...
Α.Κ.